αμύνανδρος

αμύνανδρος
Γενάρχης των Αμυνάνδρων, ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται στον Τίμαιοτου Πλάτωνα και ένας Αθηναίος πολίτης.
* * *
ἀμύνανδρος, ο (Α)
αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ. φίλανδρος, μίσανδρος, κύριο όνομα Τέρπανδρος κ.τ.ό.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμύνανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνάνδρου — Ἀμύνανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνάνδρως — Ἀμύνανδρος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνάνδρῳ — Ἀμύνανδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμύνανδρε — Ἀμύνανδρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμύνανδρον — Ἀμύνανδρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • Aminandro — Saltar a navegación, búsqueda Aminandro (griego antiguo Ἀμύνανδρος Amynander, Amúnandros) fue rey de Atamania) a finales del siglo III a. C. Aminandro aparece en la historia como mediador entre la Liga Etolia y el Reino de Macedonia en… …   Wikipedia Español

  • Αθαμάνες — Αρχαία ηπειρωτική φυλή, που κατοικούσε στην κοιλάδα του Ινάχου και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, μεταξύ Θεσσαλίας, Αιτωλίας και Ηπείρου, η οποία ονομάστηκε γι’ αυτό Αθαμανία (σήμερα περιοχή Τζουμέρκων, που αποκαλούνται Αθαμανικά όρη). Οι Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”