Ἀμύνανδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμυνάνδρου — Ἀμύνανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμυνάνδρως — Ἀμύνανδρος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμυνάνδρῳ — Ἀμύνανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνανδρε — Ἀμύνανδρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνανδρον — Ἀμύνανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
Aminandro — Saltar a navegación, búsqueda Aminandro (griego antiguo Ἀμύνανδρος Amynander, Amúnandros) fue rey de Atamania) a finales del siglo III a. C. Aminandro aparece en la historia como mediador entre la Liga Etolia y el Reino de Macedonia en… … Wikipedia Español
Αθαμάνες — Αρχαία ηπειρωτική φυλή, που κατοικούσε στην κοιλάδα του Ινάχου και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, μεταξύ Θεσσαλίας, Αιτωλίας και Ηπείρου, η οποία ονομάστηκε γι’ αυτό Αθαμανία (σήμερα περιοχή Τζουμέρκων, που αποκαλούνται Αθαμανικά όρη). Οι Α.… … Dictionary of Greek